- στρατηγικώς
- στρατηγικῶς ΝΜΑεπίρρ. βλ. στρατηγικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρατηγικῶς — στρατηγικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… … Dictionary of Greek